βρογχικός
Смотреть что такое "βρογχικός" в других словарях:
βρογχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόγχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
βρογχικός — ή, ό (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με τους βρόγχους: Στις μεγαλουπόλεις πολλοί υποφέρουν από βρογχικό άσθμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρογχιόλιο — το μικρός βρογχικός κλάδος στη συνέχεια των βρόγχων … Dictionary of Greek
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek
τραχειοβρογχικός — ή, ό, Ν (ανατιατρ.) αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στην τραχεία και στους βρόγχους (α. «τραχειοβρογχικό δένδρο» β. «τραχειοβρογχικά γάγγλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheobronchique (< τραχεία + βρογχικός)] … Dictionary of Greek
φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… … Dictionary of Greek